- ἀνήχθη
- ἀνάγωlead upaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμφορτούμαι — ἐμφορτοῡμαι ( όομαι) (Α) φορτώνω για λογαριασμό μου («ναῡν ἐμφορτωσάμενος ἀνήχθη», Αίσωπ.) … Dictionary of Greek
νέπους — νέπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οι νέποδες α) τέκνα («νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης» Ομ. Οδ.) β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.) γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδια δ) υδρόβια ζώα ε)… … Dictionary of Greek
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek